Από τα χρόνια τα παλιά
συνοδεύει τους Έλληνες η φήμη πως είμαστε λαός λιτοδίαιτος, φήμη που
εξακολουθεί να μας ακολουθεί, παρότι χλαπακιάζουμε τον αγλέουρα, με αποτέλεσμα
να φυτρώνουν σε κάθε γωνιά ινστιτούτα αδυνατίσματος και οι ειδικοί
διατροφολόγοι να διαφεντεύουνε το στομάχι μας διατάσσοντες τι και πόσο πρέπει
να τρώμε και τι απαγορεύεται αυστηρώς και διά ροπάλου να καταναλώνουμε.
Είναι δε τόσο άτεγκτοι, μέχρι
που μπροστά τους στέκεται σούζα και ο πλέον αιμοδιψής δικτάτορας, ειδικά αν…
έστρωσε κοιλίτσα και πέταξε προγούλια.
Kαι για να μην υπάρχει οδός
διαφυγής, σε βομβαρδίζουν με θέματα υγιεινής διατροφής από όλα τα ΜΜΕ απ' όπου
μιλούν για την κακιά χοληστερίνη, που είναι πιο κακιά κι από τη μητριά της
Σταχτοπούτας, σε αντίθεση με την «καλή» που μοιάζει με βαθμοφόρο του Στρατού
της Σωτηρίας. Επεξηγούν την επίδραση που έχουνε οι πρωτεΐνες και οι
υδατάνθρακες στον οργανισμό και μας παραθέτουν κορεσμένα και τα πολυακόρεστα.
Και καθώς η κυρα-Παρασκευούλα βαριακούει, πιάνει στραβά τη λέξη «ακόρεστα», της
ζωντανεύουνε εμπειρίες από τα εφηβικά της χρόνια και συμβουλεύει την εγγόνα της
«να αποφεύγει κάτι τέτοιους τύπους για να μην πάθει κανένα κακό». Φυσικά οι
σπουδαγμένοι καταλαβαίνουν μόνον τα «Kcal και KJoules» που τηρούν με
θρησκευτική ευλάβεια. Αυτά συμβαίνουν φυσικά στις μέρες μας, που γινήκαμε
γκουρμέδες ξεχνώντας τι ψωμόλυσσες ήμασταν κάποτε. Και έρχεται καπάκι ο κάθε
«σεφ» και μας προτείνει για το εορταστικό τραπέζι φιλετάκια ερωδιού μπριλέ, με
σος βατόμουρου Υεμένης.
Μια φορά και έναν καιρό όμως,
τότε που λέγαμε το ψωμί ψωμάκι, τότε που το εθνικό μας φαγητό ήταν η φασολάδα
και που ο παστός μπακαλιάρος αποτελούσε με κάθε παραλλαγή του το πιο σύνηθες
πιάτο, που για να φας κοτόπουλο έπρεπε να το διατάξει ο γιατρός αν ήσουν σε…
ανάρρωση και που το προσφάι του μεροκαματιάρη ήταν ένα κρεμμύδι βατικιώτικο που
τσάκιζε στο γόνατο με μια ντομάτα και λίγο ψωμί, τότε που με δυο λόγια στον
περισσότερο πληθυσμό επικρατούσε πείνα και των γονέων, υπήρχαν στην Αθήνα
μπόλικα φαγάδικα, από εστιατόρια πολυτελείας μέχρι ψησταριές και «μπιραρίες»
που καθιέρωσε ο εκ Μονάχου Βαυαρίας ορμώμενος Κάρολος Φιξ, ιδιοποιηθείς μάλιστα
το λογότυπο της «Lowenbrau» με το όρθιο λιοντάρι και τα κρόσια στη χαίτη και
στα ποδάρια του. Τα χρόνια εκείνα πολλά «καταστήματα εστιάσεως», όπως η
Αγορανομία τα χαρακτήριζε, ήταν συγκεντρωμένα, ή μάλλον συμπυκνωμένα, στους δυό
παράλληλους άξονες Πανεπιστημίου και Σταδίου με μερικές καθέτους τους, μεταξύ
Ομόνοιας και Πλατείας Συντάγματος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ευρύτερη
περιοχή της πρωτεύουσας έμενε… παραπονεμένη. Στα εστιατόρια, ή ρεστοράν επι το
επισημότερο, πήγαινες και «έκανες το τραπέζι» για να περιποιηθείς κάποιον
σύμφωνα με τη μόδα, ή για να πιεις μια μπίρα με τους φίλους σου έξω από τα
καθιερωμένα, αν και αυτό μπορούσε να γίνει και στο πόδι στα γύρω από τα Χαυτεία
μεγαλομπακάλικα, όπως του Θανόπουλου, την «Κυψέλη» του Καπράλου, και τον
«Όλυμπο» νομίζω του Βερόπουλου, που στο βάθος είχανε μπαρ με μπίρα βαρελίσια
και μεζέδες τις περισσότερες φορές από τα προϊόντα του παντοπωλείου.. Στην ίδια
κατηγορία ανήκε και το «Παλλάδιον», Πανεπιστημίου και Μπενάκη, όπου οι επάνω
όροφοι ήταν ξενοδοχείο και στο ισόγειο «εδώδιμα και αποικιακά» με σχετική
μπιραρία. Το κτίριο ευτυχώς διασώθηκε και στεγάζει τώρα το νέου στυλ
βιβλιοπωλείο «Μetropolis». Παντοπωλεία με σπεσιαλιτέ και ολίγον μπαρ, ήταν και
οι Απότσος και Ορφανίδης περί το Σύνταγμα που έσβυσαν πριν ελάχιστα χρόνια. Ο
Ορφανίδης προσέφερε για μεζέ «κρύο πιάτο», ενώ ο Απότσος, κοντά στα άλλα,
φημισμένα καυτά κεφτεδάκια. Πρωτιά κατείχαν φυσικά τα εστιατόρια πολυτελείας με
πολλή ή λιγότερο πολλή… πολυτέλεια. Ξακουστός ήταν ο «Αβέρωφ» στο άγαλμα
Κολοκοτρώνη και το ανταγωνιστικό γειτονικό του «Διεθνές». Αλλά και το
«Πάνθεον», δίδυμο με τον κινηματογράφο «Πάνθεον» απέναντι στο «Ρεξ», δεν
υστερούσε σε πολυτέλεια. Θυμάμαι προπολεμικά σε ένα γεύμα αβροφροσύνης σε κάτι
συγγενείς εξ Αιγύπτου και το παιδάκι τους, οι γονείς μου πήρανε μαζί τους κι
εμένα. Η αίθουσα ήταν κατάφωτη από τους πολυελαίους, στα τραπέζια λαμποκοπούσαν
τα ασημένια σερβίτσια και τα γκαρσόνια ατσαλάκωτα μέσα στο φράκο, έμοιαζαν με
«καρκαλέτσους» που έβλεπα στις νεκροφόρες με τα άλογα τα στολισμένα με φούντες
στα αυτιά και κρέπια, καθώς πήγαιναν το λείψανο στον Άγιο Γιώργο τον Καρύτση.
Πάνω σ' ένα ικρίωμα έπαιζε η ορχήστρα ουβερτούρες από όπερες και οπερέτες. Ήρθαν
τα φαγητά εν πομπή μέσα σε πιατέλες και ο… αρχισέφ ανέλαβε να μας σερβίρει. Ένα
παρατεταμένο άγριο βλέμμα των δικών μου μεταφραζόταν πως απαγορεύεται να φάω με
τα χέρια, ενώ συγχρόνως επαινούσαν κατ' εξακολούθηση το τσογλάνι που χειρίζεται
τόσο ωραία μαχαίρι και πιρούνι… Πλήρωσε ο πατέρας και σπίτι έγινε άγριος καβγάς
με τη μάνα μου «που τους κουβάλησε και ξοδέψαμε τα μαλλιά της κεφαλής μας».
Άλλο πολυτελές εστιατόριο ήταν του «Κωστή» κάτω από το ξενοδοχείο «Αθηνών» στην
Κοραή, που και το κτίριο αυτό ευτυχώς υπάρχει. Αν θελήσουμε τώρα να κάνομε μια
επίσκεψη επιτροχάδην σε ξεχασμένα εστιατόρια που υπήρχαν ανάμεσα στις δυό
κεντρικές πλατείες της Αθήνας, θα ξεκινήσομε από το «Ελλάς», γωνία Πλατεία
Ομονοίας και 3ης Σεπτεμβρίου, όπου μόνιμοι συνδαιτυμόνες ήσαν ο βλοσυρός
Τσαρούχης και ο χαμογελαστός χορογράφος Άγγελος Γριμάνης, και παρακάμπτοντας
τις ψησταριές της οδού Δώρου και το παρακείμενο εστιατόριο «Ελληνικόν», όπου σε
κάποιο από δαύτα, ανήμερα Πρωτοχρονιά, βρήκανε κρεμασμένο τον ιδιοκτήτη του, θα
πάμε στο ζυθεστιατόριο «Ήβη» στο Μέγαρο Πούλου, στη συμβολή της Πανεπιστημίου
με την Ομόνοια. Θα καθίσουμε νοερά σ’ ένα τραπεζάκι επί του πεζοδρομίου
καλυμμένο με άσπρο λινό τραπεζομάντιλο και θα παραγγείλομε μπίρες που θα φέρουν
σε ποτήρια 70 δραμίων με χερούλι. Τέτοια χλιδή… Σνομπάροντας τη «Γαλλία» στη
Σταδίου και τα γάλατά της, που τακτικοί θαμώνες ήσαν τα ξημερώματα οι
δημοσιογράφοι που σχόλναγαν, και ανηφορίζοντας τη Πανεπιστημίου προσπερνούμε
την ψησταριά «Ο Ταΰγετος», καθώς και το «Σιντριβάνι» στην αρχή Θεμιστοκλέους,
και πάμε στιγμιαία στο «Οριεντάλ» στην Εμμ. Μπενάκη, για να καταλήξουμε στο
«Ιντεάλ», όπου υπήρχε μια συστάδα… άρτου και θεάματος, δηλαδή κινηματογράφος ή
ενίοτε θέατρο «Κατερίνας», εστιατόριο και ζαχαροπλαστείο. Αν πάλιν προτιμούμε
ντονέρ, θα το δούμε να στριφογυρίζει καθώς ψήνεται «καθέτως», στα «Αμπελάκια»
απέναντι από το Πανεπιστήμιο και για μια εξίσου μπανάλ μάσα θα καταφύγομε στις
μπιραρίες δίπλα στο υπουργείο Ναυτικών στην Κλαυθμώνος. Αν πάλιν προτιμούσαμε
κάτι σε «σνακ», υπήρχε ο «Λουμπιέ», γωνία Εδουάρδου Λω και Σταδίου. Για πιο
οικίες γεύσεις σε στυλ… «σπιτικό φαγητό», τόσο ο «Κισσός» όσο και ο «Βασίλης»
στη Βουκουρεστίου ικανοποιούσαν απόλυτα τα ευγενή στομάχια. Σε έναν «ακάλυπτο»
που έμοιαζε αυλή, ανάμεσα σε πανύψηλα κτίρια επί της Σταδίου απέναντι από το
Μετοχικό, υπήρχαν τα «Καλάμια» πάντα υπερπλήρη, για τα οποία η φίλη μας η Δέσπω
έχει ενστάσεις για το μενού τους.
Κανονικά η διαδρομή μας
έπρεπε να τελειώσει στην «Εκάλη» δίπλα στου Ελευθερουδάκη στην Καραγιώργη
Σερβίας. Θα προχωρήσομε όμως στη Φιλελλήνων, πριν από τη ρωσική εκκλησία, γιατί
είναι αμαρτία να παραλείψομε τις «Πυραμίδες» που γράψανε ιστορία και παρέμεναν
επί χρόνια ερειπωμένες, σωστός σκουπιδότοπος, με την ταμπέλα μισοσβησμένη στη
θέση της σαν τριμμένο σάλι γηραιάς κυρίας, κάποτε κοκέτας καλλονής. Αυτά ήσαν
σε γενικές γραμμές όσα θυμάμαι… τα αυτοτελή φαγάδικα, που όπως και η Αθήνα, δεν
υπάρχουν πια. Μαζί τους χάθηκαν και τα ιδιόμορφα στέκια -Πέτρογραδ, Πικαντίλλυ,
Τσίτας, Ρωσσικόν, Adam's- που προσέφεραν από καφέ και γλυκό μέχρι στιφάδο και
ουίσκι. Και κοντά τους ξενοδοχεία με ευπρόσωπα ρεστοράν απ' όλους προσβάσιμα.
Όλα χαθήκανε, η Αθήνα χάθηκε. Άραγε υπάρχουμε ακόμα εμείς;
ΝΙΚΟΣ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου