Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ ΠΟΝΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ



Ιθάκη, πρώτες μέρες του Ιουνίου 2010
Ιθάκη, Οδυσσέας, από τον Όμηρο έως τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη. Έτσι κι αλλιώς είναι αυτοί οι τρεις Οδυσσείς που με έχουν απασχολήσει περισσότερο από άλλους. Τον τέταρτο του James Joyce (Ulysses) αγωνίζομαι ακόμη να τον κατακτήσω.
Πίσω Αετός, η πρώτη επαφή με την Ιθάκη, το λιμάνι που προσαράζει το πλοίο. Περίκλειστο λιμάνι τα περίκλειστα λιμάνια θα καταστούν σε λίγο μια από τις ιδιαιτερότητες του νησιού. Τον φυσικό διαμελισμό της Ιθάκης θα έπρεπε να μου ανακαλεί η εικόνα του χάρτη, αλλά δεν είμαι καλός αναγνώστης του. Πιστεύω, ωστόσο, ότι στην περίπτωση της Ιθάκης μπορεί να μην έχουν και τόση σημασία αυτού του είδους οι αναγνώσεις. Το νησί είναι μικρό και μπορείς να παραδοθείς στην εξερεύνηση και την προσωπική ανακάλυψη ανάλογη με τη σχέση αγάπης που θα αναπτύξεις και οι δικές του αποκαλύψεις.
Τα βιβλία, τύπου οδηγού, καθώς και οι ανάλογες ιστοσελίδες, αποδείχτηκαν παραπλανητικές. Σπήλαιο Νυμφών, Αλαλκομενές: Προσμένεις να δεις κάτι που να συντηρεί τον μύθο δεν ξέρεις ακριβώς τι περιμένεις, μια αίσθηση, έναν ιριδισμό, ως αυτόν που ένιωσες όταν αντίκρισες το Βαθύ από την Παναγία των Καθαρών και κάτι σου μήνυσε ότι δεν έχει και τόση σημασία αν αυτό ήταν ή δεν ήταν το νησί του Οδυσσέα. Είναι ο τόπος που δεν μπορείς παρά να επιστρέψεις ή να επιστρέφεις.
Το Σπήλαιο των Νυμφών, υποτίθεται ότι σε αυτό ο Οδυσσέας έκρυψε τα δώρα των Φαιάκων και στα πόδια της σπηλιάς το λιμάνι του Φόρκυνος. Οι σταλακτίτες του σπηλαίου έχουν χρησιμοποιηθεί για να χτιστούν οι μάντρες του περιβόλου και μεγάλα τμήματά τους στέκουν ως παραστάτες στην είσοδο. Ένα περίπτερο (προφανώς κάποιου φύλακα;) ξεκοιλιασμένο με τα καλώδια να κρέμονται στο εσωτερικό του, με το συρματόπλεγμα να έχει υποχωρήσει και να χάσκει, ανοικτή η περίφραξη και με την ταμπέλα (πού να βρισκόταν άραγε άλλοτε;) να είναι αποθηκευμένη στο εσωτερικό του σπηλαίου, σε αυτό που σου προτείνουν να επισκεφτείς, αυτό που δέχτηκε τα δώρα του Αλκίνοου. Τα μικρά αφιερώματα από τα σπήλαιο που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο, κατά πολύ νεώτερα, δεν σε ταξιδεύουν καν σε τέτοιες υποθέσεις.
Στις Αλαλκομενές αναζητάς τα ερείπια της πόλης εκεί που είναι τοποθετημένη η πινακίδα. Σε υποδέχεται το μαντρί με τις λαμαρίνες, τα μαλλιά από τα κουρεμένα πρόβατα και η κοπριά. Και ένα μισοχαρβαλωμένο περίπτερο κάποιου που χρημάτισε κάποτε φύλακας. Γιατί παραμένουν στη θέση τους αυτές οι απαίσιες κατασκευές; Πόσο άραγε θα στοίχιζε ένα τρίπτυχο με πιο ρεαλιστικές για τον τόπο πληροφορίες; Τις Αλαλκομενές περισσότερο, εξοικειωμένη με την τοπογραφία ύστερα από λίγες ημέρες παραμονής, τις χάρηκα από μακριά, όταν τις αγνάνευα από τον Πίσω Αετό. Για τις αρχαιότητες αυτός αποδείχτηκε ο κανόνας, καλύτερα να τις θωρείς από μακριά.
Η ίδια εικόνα και στην Παλαιοχώρα, την παλιά πρωτεύουσα. Άστεγες ενετικές και βυζαντινές εκκλησίες. Η κυρία Χαριτωμένη, στα ογδόντα της πια, με ένα μαχαιράκι στα χέρια προσπαθεί να περιορίσει τα χορτάρια που πνίγουν τον αυλόγυρο της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μας ανοίγει την εκκλησία. Μας συστήνει τους αγίους έναν έναν, τη Μαρία, και περιγράφει ότι έχει δει που δεν φαίνεται πια. Τα κυπαρισσόσπορα, τα πουρνάρια ... και εκεί που αναθυμάται τις σβησμένες ζωγραφιές, εξομολογείται τον καημό της. Τα τέσσερα εγγόνια της που μεγαλώνει, αφότου πέθανε, στα εικοσιεννέα της η κοπελούδα της. Τα βάζει με ότι έμεινε από τη συντήρηση των εκκλησιών της Παλαιοχώρας. Η τεράστια ταμπέλα που πληροφορεί για το ύψος και τους συντελεστές του έργου. Ανοιχτή πληγή απέναντι από το φρεσκοασπρισμένο σπιτάκι της που λάμπει πάστρα. Να εδώ – είπε – δείχνοντας μια γωνιά στο παραμελημένο κοιμητήρι, πάνω σε ένα σεντόνι, τους έχω πει να με σύρουνε, δεν είναι ανάγκη να μπουν σε έξοδα, τη θέση την έχω διαλεγμένη. Μας έδειξε το ναό του Αγίου Ραφαήλ (1980), με την ασυνήθη οροφή είδα και το τέμπλο της Κοίμησης που για προστασία έχει μεταφερθεί στον νέο ναό. Στο Περαχώρι γεννήθηκε ο Ραφαήλ και στα δεκάξι του εγκατέλειψε το νησί για να διαδώσει το χριστιανισμό έως ότου μαρτύρησε στη Μυτιλήνη. Το Περαχώρι, το μόνο χωριό στο νότιο μέρος του νησιού φάνταζε έρημο.
Αυτοί οι γιαγιάδες και οι παππούδες αποτελούν την ταυτότητα του νησιού. Όχι για πολύ, υποθέτω, ακόμη. Ο μπάρμπα Γεράσιμος που συναντήσαμε στην Ανωγή. Μας άνοιξε την εκκλησία (Κοίμηση της Θεοτόκου) και είχε κέφι για κουβέντα. «Τόσο ήσυχα είναι τα πράγματα στο νησί, που κοιμάσαι στη βεράντα σου χωρίς να φοβάσαι, ούτε κλειδώνεις. Έφαγες ροβανί; Να φας. Αλεσμένο ρύζι και μέλι. Βλέπεις το καμπαναριό; Βενετσιάνικο, δεν έπεσε με το σεισμό. Και το τέμπλο γλύτωσε και οι αγιογραφίες. Είδες το καμπαναριό, μακριά από την εκκλησιά, έτσι και πέσει, η εκκλησιά να την γλυτώσει. Στις 14 του Αυγούστου ναρθεις που γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Και να φας τσερεπάτο, κρέας ψημένο στην τσερέπα». Ο ναός πράγματι είναι του 12ου αιώνα, όπως και πολλοί άλλοι βυζαντινοί ναοί που άστεγοι δεν αντιστέκονται στη φθορά, φιλιωμένοι λες με τους αέρηδες, τον ήλιο, τη βροχή και τα πουλιά που τους συντροφεύουν.
Και η κυρία Χριστίνα, στην Μητρόπολη (Εισόδια της Θεοτόκου), στο Βαθύ, που μου έδειξε το τέμπλο, Ρώσου τεχνίτη, του 1650 και το καμπαναριό του 1580, με την προτομή του εθνομάρτυρα Ευγένιου Καραβία, μητροπολίτη Αγχιάλου στον αυλόγυρο. Με τη σκούπα στα χέρια, ετοίμαζε την εκκλησία για την κηδεία ενός νέου παιδιού και έτρεχαν τα μάτια της: «Εμείς στο Θιάκι πονεί ο ένας τον πόνο του άλλου».
Στο ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων (Βαθύ) περίμενε ο Ελκόμενος που αποδίδεται στον Γκρέκο. Απέναντι από τον Ελκόμενο η εικόνα του Σωτήρος Χριστού που μεταφέρεται κάθε χρόνο στη μνήμη του στο μικρό εκκλησάκι που βρισκόταν το άλλοτε Λαζαρέτο, στην είσοδο της χώρας, καταμεσίς του μικρού πευκόφυτου νησιού που άλλοτε ήταν λοιμοκαθαρτήριο. Οι καημοί και οι πίκρες δεν φτάνουν στην πολύβοη παραλία, ξεχάστηκαν και από τη σύγχρονη πόλη αλλά εδώ μεταφέρονται από τον Σωτήρα Ιησού και καταλαγιάζουν˙ κάποιοι ψίθυροι μόνο που επιθυμούν να μνημονεύεις τα αλλοτινά βάσανα των ανθρώπων μεταφέρονται με την εικόνα εντός του ναού.
Στο Βαθύ, την πρωτεύουσα της Ιθάκης και το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Λαογραφικό και η Δημοτική Πινακοθήκη. Αρχαιολογικό Μουσείο, σκουριασμένα τα κάγκελα, χορταριασμένος ο κήπος. Ο μόνος κήπος που είδα αφρόντιστος στην Ιθάκη. Μια μπουκιά είναι οι αυλές των σπιτιών και όλες συναγωνίζονται η μια την άλλη. Τα λουλούδια είναι με τόσο γούστο αραδιασμένα και με τόση φροντίδα που έχουν λουλουδιάσει με σοφία τις μάντρες που ορίζουν τις μικρές αυλές. Αντίθετα με τον κήπο του μουσείου. Κάποιος, κάποτε τον αγάπησε αυτό μηνάνε οι άσπρες μαργαρίτες, τα τριαντάφυλλα και τα άλλα λουλούδια που προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα στα αγριόχορτα. Το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο της φύλακα στην είσοδο του μουσείου δεν είναι αρκετό για να μειώσει την απογοήτευση. Το μουσείο, τα εκθέματα, οι ετικέτες (πολλές χειρόγραφες, με ξεθωριασμένο από τον ήλιο το μελάνι), όλα δείγματα μουσειολογικά της ίδρυσης των πρώτων μουσείων στην Ελλάδα. Τα εκθέματα δεν είναι ευκαταφρόνητα, ώστε να υποτιμώνται τόσο. Οι λαθρανασκαφές ρήμαξαν το νησί. Ο νεαρός καφετζής, ως να ήταν αυτόπτης μάρτυς, μας περιέγραψε στον Σταυρό τα ευρήματα του Λοϊζου στο σπήλαιο της Πόλης. «Η Πόλη βυθίστηκε, το σπήλαιο δεν υπάρχει πια, αλλά ο Λοϊζος πήρε όλα τα χρυσά που βρήκε (κύπελλα και τρίποδα) και κάτι μπρούντζινα που δεν του γέμιζαν το μάτι τα άφησε. Αυτά είναι στο Αρχαιολογικό Μουσείο». Δυστυχώς για μας το Αρχαιολογικό Μουσείο στον Σταυρό ήταν κλειστό. Χορταριασμένο, με σκουριασμένα τα κάγκελα (ίδιον φαίνεται των αρχαιολογικών μουσείων), χωρίς μια ταμπέλα που να μας πληροφορεί για το ωράριό του. Το πήλινο τμήμα της γυναικείας μάσκας (300-200 π.Χ.) με την επιγραφή «ΕΥΧΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙ» το είδαμε μόνο σε φωτογραφία. Εκεί κοντά στη βυθισμένη Πόλη και τα Καλύβια, όπου γεννήθηκε (1787) ο μοναχός Ιωακείμ Πατρίκιος, ο Παπουλάκης.
Στο δρόμο προς Πλατρειθιά σε αναζήτηση της Σχολής του Ομήρου και του Παλατιού του Οδυσσέα. Τα απομεινάρια μοιάζουν προϊστορικά, αλλά δεν νοιάζεσαι και πολύ αν αυτά είναι τα παλάτια του Οδυσσέα ή εάν εδώ είναι η Σχολή του Ομήρου. Ο μύθος από μόνος του είναι τόσο ζωντανός που δεν έχεις ανάγκη τόσο τις ενδείξεις. Τις ενδείξεις τις έχουν ανάγκη οι ίδιοι οι Θιακοί και, αν δεν τις είχαν εγκαταλείψει, θα μπορούσαν να στήσουν σημάδια του παραμυθιού να ξετυλίγεται το νήμα από τους εραστές του μύθου και του ονείρου (η απογοήτευση περίμενε πολλούς, όλους όσοι βρεθήκαμε στους αρχαιολογικούς χώρους και νιώσαμε να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα σε Ουαλλούς επισκέπτες).
Η Μονή των Καθαρών, η Παναγιά η Καθαριώτισσα. Σε μαυλίζουν οι μυρουδιές, τα λουλούδια και τα πουλιά, το τέμπλο, οι νωπογραφίες και ο ειδωλολάτρης ισχνός γέροντας που μια ρίχνει λάδι στο καντήλι της Παναγιάς και μια παίζει με τη γάτα που μέσα στο ναό τριγυρίζει στα πόδια του. «Με βρήκε – είπε – και είναι ήρεμη σαν πρόβατο». Τη δικιά του απαντοχή είχε το ζωντανό για όλα τα μελλούμενα που από εδώ επάνω μοιάζουν μακρινά. «Άσε που η Παναγιά βλέπει και προστατεύει έτσι ψηλά που είναι». Η καλύτερη θέα προς το Βαθύ. Και γιατί Μονή Καθαρών; «Λένε – μας λέει ο γέροντας – ότι την ίδρυσαν καθολικοί αιρετικοί, οι Καθαροί. Σιγά, αφού την εικόνα την έφεραν οι Ηπειρώτες που ξέφυγαν από τους Τούρκους και κάπου την ξέχασαν οι δόλιοι την εικόνα με την τρεχάλα. Αλλά εκείνη κάθε βράδυ τους έστελνε ένα φως. Την ημέρα, λοιπόν, ξεπάστρεψαν όλα τα αγκάθια, τα κάνθαρα, και βρήκαν την εικόνα. Κι εκεί που την βρήκαν έχτισαν το μοναστήρι. Από τα κάνθαρα την λένε έτσι». Τ’ αλώνι έξω από τη μονή, όπως κι εκείνα της Ανωγής από τα ωραιότερα και οι μύλοι σκορπισμένοι παντού, σε όλο το νησί, βιγλάτορες και στο Κιόνι.
Η θέα από την Εξωγή και στον Κάλαμο η Μελάνυδρος πηγή, από τα νερά της βρήκε γιατρειά ο γέρο Όμηρος. Το νερό της πηγής έφθανε μέχρι τη Σχολή του και πιο κάτω ήταν και η πηγή της Πηνελόπης.
Φρίκες, Κιόνι, Λεύκη, Άγιος Ιωάννης, Φιλιατρό, Σαρακήνικο. Κατακάθαρα νερά και βοτσαλωτές παραλίες. Το Φιλιατρό μας ταίριαζε περισσότερο από όλα. Παγωμένα νερά έτσι όπως το επιβάλλει η κάθαρση.
Πλούσιο το Λαογραφικό Μουσείο, στο Βαθύ, αλλά με τις ίδιες μουσειολογικές αδυναμίες. Νοερά έστησα και το ένα και το άλλο μουσείο με τις σύγχρονες προδιαγραφές και τα είδα και τα δυο να γεμίζουν κόσμο.
Τη Δημοτική Πινακοθήκη (Βαθύ) την επισκέφτηκα το βράδυ που στηνόταν η έκθεση της Catherine Andrews Rombotis, θιακιάς στην καταγωγή. Λάδια κι όλα απεικόνιζαν τοπία της Ιθάκης. Χάρηκα που είδα τα έργα της και τις δυο κουβέντες που προλάβαμε να ανταλλάξουμε. Η Δημοτική Πινακοθήκη – έμαθα - έχει κυρίαρχη θέση στην πολιτιστική ζωή του νησιού.
Περπάτησα από γωνιά σε γωνιά το Βαθύ. Ότι μένει δεν είναι τα μνημεία (δεν διαθέτει εξάλλου και πολλά) όσο οι μικρές αυλές που λες και διαγωνίζονται η μια την άλλη και οι άνθρωποι που ο ένας μου πρόσφερε λεμόνια, ο άλλος ένα λουλούδι και ο τρίτος μιαν ευχή για τα παιδιά μου. Απόλαυσα την πόλη και με το ποδήλατο, μια ώρα που ψιλόβρεχε και αγρίευε ο αέρας. Μόνη στους δρόμους με την κουβέντα του ανέμου που έφερνε όλο τον απόηχο του καημού των Θιακιωτών. Όχι μόνο του Οδυσσέα, ή μάλλον με τη φωνή του Οδυσσέα την ανάσα όλων εκείνων που σκόρπισαν από το νησί. Χιλιάδες είναι οι Θιακιώτες στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και λιγότεροι στον Καναδά και την Αμερική. Αγναντεύω ένα ένα τα φώτα της πόλης που ανάβουν με το σούρουπο. Είναι πολλά, πάρα πολλά εκείνα που δεν ανάβουν καθόλου απόψε. Όμορφο που είναι το Βαθύ! Με τα δίπατα σπίτια του στα απαλά ρόδινα, γαλάζια, γήινα χρώματα. Το κατέστρεψε μια ο σειστός (1953) αλλά το έσωσαν οι κάτοικοί του μπορεί και η πολιτεία που από το 1978 κήρυξε το νησί διατηρητέο και έβαλε τους οικιστικούς περιορισμούς. Και ο τουρισμός δεν σε πληγώνει τόσο όσο στα άλλα μας νησιά.
Τον μύθο του Οδυσσέα τον κουβαλούσα εντός μου. Θα τον αντάμωνα στην Ιθάκη έτσι κι αλλιώς. Παραμύθι ήταν οι κόλποι, η θάλασσα και τα χρώματά της, το γαλάζιο του ουρανού και τα τόσα πράσινα που με πρώτο της ελιάς κατέβαιναν ως τη θάλασσα λες και τα φυτά να ήθελαν λίγο από το αλάτι της για να ριζώσουν.
Όλοι οι αδιέξοδοι κόλποι, τα μυστικά λιμάνια αποδείχτηκαν σηματωροί διεξόδων και αποκαλύψεων εντός μου.
Το ταξίδι δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς το Νίκο, το Γιώργο και το Δημοσθένη. Κοινά, και ιδιαίτερα ταυτόχρονα τα βιώματα, πολλές κοινές και ίδιες οι μνήμες. Πώς αβγαταίνουν όλα, όταν τα μοιράζεσαι με τους αγαπημένους σου!
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΟΥ ΧΡΟΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου