«Σαν φάνηκε η ροδοδάχτυλη
Αυγή, από τον ύπνο του πετάχτηκε ο συνετός Οδυσσέας/ κάτω από τα λαμπερά του
πόδια έδεσε όμορφα πέδιλα,/ από τον ώμο πέρασε το τόξο και πήρε τον δρόμο κατά
τους αμμόλοφους.
Σε λίγο είδε γοργοπόδαρο κουνέλι
να βόσκει παραπέρα,/ και τότε ο θεϊκός Οδυσσέας,με το τόξο στο χέρι/ και τη
φαρέτρα γεμάτη,τέντωσε τη χορδή κι άφησε μια σαΐτα να πετάξει/ (...)
Σαν ο Μενέλαος είδε πως
χολιασμένος πια δεν ήτανε ο θεϊκός Αχιλλέας,/ επήρε θάρρος και πλησίασε με
μυρωδικά και καρυκεύματα/ και τα ΄ριξε κι αυτά στη χύτρα.
Τότε ο πολυμήχανος Οδυσσέας
γλυκό κρασί ανακάτεψε στο αμφορίδιο,/ περίχυσε το κρέας και τράβηξε τη χύτρα
απ΄ τη φωτιά,να μείνει μισή ώρα.
Ο γενναίος Ατρείδης, ο
Αγαμέμνονας με τη μεγάλη εξουσία, / ψιλόκοψε τα κρόμμυδα χύνοντας μαύρο
δάκρυ...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου