Τσοπάνης ή
τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει)
πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη.
Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός
αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ Αποτελείτο από:
ΦΑΝΕΛΑ:
Μάλλινη, υφασμένη στον αργαλειό, ή πλεχτή, που αυτή ήταν και αρκετά χοντρή.
ΒΡΑΚΙ:
Ραβόταν με σέλλα κι έφτανε μέχρι τους αστράγαλους. Το δίπλωναν κι από έξω
φορούσαν τις κάλτσες. Το βρακί ήταν υφαντό.
ΠΑΝΩΒΡΑΚΙ:
Κοντό παντελόνι, είδος σορτς, που έφτανε μέχρι το γόνατο και το σκέπαζε.
Απαραίτητο εξάρτημά του ήταν η βρακοζώνα, είδος ζώνης, που δενόταν με θηλιά.
ΚΟΝΤΟ ή ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ με κλειστά μανίκια.
ΣΤΑΥΡΩΤΟ:
Ήταν το σημερινό γιλέκο. Το παλιό σταυρωτό, το γιορτινό, το φτιαγμένο από μαύρη
τσόχα και το κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Κουμπωνόταν με σιρίτια. Κατασκευαζόταν
από χοντρό, μάλλινο ύφασμα, σε χωριάτικο αργαλειό.
ΚΑΛΤΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΤΣΟΔΕΤΕΣ
ΠΟΥΔΗΤΑ ή ΠΟΥΔΕΤΑ ή ΓΟΥΡΝΟΤΣΑΡΟΥΧΑ: Γίνονταν από χοιρινό δέρμα ή κι από βοδινό. Από το
ίδιο δέρμα γινόταν και η νουζίτσα δηλ. το κορδόνι με το οποίο δένονταν τα
πουδετά.
ΣΚΟΥΦΙΑ:
Φτιαγμένη από λαγοτόμαρο ή από δέρμα άλλου άγριου ζώου ή σπάνια αγορασμένη από τα καταστήματα.
ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ:
Χοντρό και λίγο μακρύ σακάκι, φτιαγμένο από ύφασμα εγχώριο.
ΚΑΠΑ ή ΚΑΠΟΤΑ
για μεγάλους και ΚΑΠΙ ή ΚΑΠΟΥΤΕΛΙ για μικρούς: Ήταν χοντρή, από τραγίσιο μαλλί,
πάχος ενάμιση πόντο, υφασμένη καλά στον αργαλειό και μπασμένη στη ντριστέλα (= νεροτριβή). Βάζανε τρεις
τάβλες σαν χαντάκι και καθόντουσαν δύο άντρες αντικριστά. Κυλάγανε το χοντρό,
πυκνό υφαντό, πατώντας το και αλλάζοντας τη θέση και από τις δύο όψεις, ενώ
ταυτόχρονα γυναίκες ρίχνανε πολύ νερό χλιαρό (όχι ζεματιστό) για να τριφτεί. Με
την τριβή κλείνανε οι πόροι και γινότανε αδιαπέραστη από τη βροχή. Ήταν
αδιάβροχη. Μονοκόμματη σε σχήμα τσουβαλιού, ανοιχτή μπροστά. Μεταξύ των ώμων
ήτανε ραμμένη. Έχει σχήμα παλτού με κουκούλα στο κεφάλι. Ζέσταινε τον τσοπάνη
και τον προφύλαγε από τη βροχή, το χιόνι και το κρύο. Επίσης πάνω της κοιμόταν
και ξεκουραζόταν.
ΣΕΛΑΧΙ:
Δερμάτινο, με 2-4 θήκες, που λέγονταν φύλλα. Μέσα σ’ αυτές τοποθετούσε το
μαχαίρι, το μαντηλάκι, τη χτένα, το καθρεφτάκι, και τον καπνό μαζί με όλα τα
σύνεργα του καπνιστή [τσακμάκι (= αναπτήρας) ή σπίρτα ή τσακμακόπετρες,
πριόβολο και ίσκα].
Ο τσοπάνης κρατούσε πάντα, άμα ήταν κοντά στο
κοπάδι, την γκλίτσα του (στραβολέκα ή αγκούλα). Ήταν το μεγάλο εκείνο ραβδί,
μπαστούνι, το γυριστό, με το οποίο έπιαναν τα γίδια από το λαιμό. Είχαν και μια
μικρότερη για να ακουμπούν. Η στραβολέκα είχε μήκος μεγαλύτερο από το μπόι του
τσοπάνη.
Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια
τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο καθώς και ο ντορβάς
(ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Στην μία θήκη της τσάντας έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί,
το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λ.π.
Στην άλλη θήκη έβαζε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα. Μαχαίρι,
σακοβελόνα για να ράβεται, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για
να ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λ.π. Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε
νεράσκι, μικρό δερμάτινο σάκο.
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΣΟΠΑΝΗΔΩΝ
1. Προβαταραίοι: ήταν αυτοί που
φυλάνε τα πρόβατα .
2. Γιδάρηδες η γιδαραίους:
αυτούς που φυλάνε τα γίδια.
3. Βαλμάδες: αυτοί που φυλάνε
και βόσκουν τα άλογα, τις φοράδες, τα μουλάρια, και τα γαϊδούρια.
Οι προβαταραίοι
1. Αρνάρηδες: είναι αυτοί που
βόσκουν τα μικρά αρσενικά (σερκά), και θηλυκά αρνιά (αρνάδες), όταν αποκοπούν
από τις μάνες τους λέγονται, σουγκάρια.
2. Ζυγουριάρηδες ή
ζυγουργιαρέοι: είναι αυτοί που φυλάνε τις μεγαλύτερες αρνάδες, τις ζυγούρες ή
τα ζυγούρια ,τις ζυγουρομπλιόρες ή ζυγουρομπλιόργια, τα πρόβατα που ήταν
γεννημένα από τον προηγούμενο χειμώνα.
3. Γκαστριάριάρηδες ή γαλάρηδες
ή γαλαριάρηδες: αυτοί που βοσκούν τις μπλιόρες πρατίνες, τις γκαστρωμένες η
αυτές που έχουν γεννήσει και φέρνουν γάλα ,τις γαλαρομπλιόρες ή γαλαργιες
πρατίνες ή γαλάρια πράτα, επίσης αυτοί προσέχουν και τα αρνιά όταν αποκοπούν.
4. Στερφάρηδες ή στερφαραίους:
αυτοί που προσέχουν όλα τα πρόβατα που δεν γεννάνε, τα στέρφα, τις στέρφες
πρατίνες.
5. Κριαράδες ή κριάρηδες: αυτοί
που βόσκουν τα κριάρια.
Σε κάθε κοπάδι οι πιο διαλεχτοί
τσοπάνηδες ήταν οι γαλαριάρηδες και οι γκαστριάρηδες.
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΓΙΔΑΡΗΔΩΝ
1. Βετουλιάρηδες: αυτοί που
βοσκούν τα κατσίκια που γεννήθηκαν τον περασμένο χρόνο, τα βετούλια, αυτοί
επίσης πηγαίνουν και τα κατσικάκια για βοσκή μόλις αποκοπούν από την μάνα τους.
2. Τραγιάρηδες ή γιδάρηδες:
αυτοί που έχουν τις στέρφες γίδες, τις στερφόγιδες, και τα τραγιά.
3. Κατσικάρηδες: αυτοί βόσκουν
τις γκαστρωμένες γίδες, τις μπλιόρες και αργότερα τις γαλάριες , τις
κατσικάδες.
Οι βετουλιάρηδες και οι
τραγιάρηδες βόσκουν όλα μαζί τα στέρφα γίδια σε ένα κοπάδι. Σε αυτό βάζουν
αργότερα και τα βετούλια. Έτσι όσοι έχουν μεγάλο κοπάδι με γίδια, σχηματίζουν
πάντα δύο κοπάδια, ένα για τα στέρφα κι ένα για γαλάρια.
Για τον έξυπνο και έμπειρο
τσοπάνο που μπορούσε με μία ματιά να ξεχωρίσει το κοπάδι, αν λείπει κάποιο
πρόβατο, μην υπάρχει κάποια αρρώστια, έλεγαν ότι αυτός έχει (γνώρο)
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΡΟΒΑΤΩΝ & ΓΙΔΙΩΝ
Πράματα λέγανε όλα τα ζωντανά
τους, γιδοπρόβατα, και αλογομούλαρα. Οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου πράματα λέγανε
μόνο τα άλογα και τα μουλάρια, άλλοι πάλι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου πράματα
λέγανε τα άλογα τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.
Ξεχωρίζανε τα πρόβατα από: τα
κέρατα, τα αυτιά, το χρώμα των ματιών, τα βυζιά, την ουρά, το τρίχωμα, την
ηλικία, το γένος κλπ.
Τα πρόβατα διακρίνονται, από τον γενικό
χρωματισμό που έχει το μαλλί τους, σε: μαύρα λάγια, άσπρα φλώρα, και παρδαλά,
όσων τα μούτρα είναι ασπρόμαυρα.
Τα χώριζαν σε δύο μεγάλα μπουλούκια. Ένα
μπουλούκι ήταν τα φλώρα και άλλο μπουλούκι ήταν τα λάγια.
Τα λάγια διακρίνονται σε :
1. Γρίβα, όταν το χρώμα τους
είναι σταχτί σκούρο.
2. Μουράτα, όταν είναι
κατάμαυρα.
3. Μπάλια, όταν έχει άσπρο στην
κορυφή του κεφαλιού.
4. Ασπρονόρκα, όταν είναι
κατάμαυρα με άσπρη την άκρη της ουράς.
5. Καλιγούσα, όταν τα πόδια της
είναι άσπρα.
6. Μπασούρα ή μπασούρκο όταν
έχει άσπρο κεφάλι και άσπρη ουρά η μαύρες βούλες στον λαιμό.
Τα φλώρα λάγια διακρίνονται σε
:
1. Βάκρα, όταν η πρατίνα έχει
μαύρο μούτρο και μαύρα πόδια.
2. Καραμπάσκου, όταν έχει
χοντρές μαύρες γραμμές στο πρόσωπο.
3. Κάλισα ή κάλισου, όταν έχει
λεπτές αλλά έντονες γραμμές στο πρόσωπο. Αυτές
τις γραμμές τις έχουν για τις ομορφότερες.
4. Καραμάνα, έχει άσπρο πρόσωπο και
μαύρες γραμμές γύρο από τα μάτια.
5. Μπέλα, όταν έχει άσπρο
πρόσωπο.
6. Κάτσινη, όταν έχει πρόσωπο
κόκκινο ή ξανθοκίτρινο.
7. Κοκκινομάτα, όταν η τρίχα
γύρο από τα μάτια είναι κόκκινη.
8. Μπούτσικα, όταν έχει πρόσωπο
κόκκινο, τα πόδια και την άκρη της ουράς.
9. Μπούκα, όταν έχει πρόσωπο
κόκκινο.
Οι λάγιες φλόρες πρατίνες
ονομάζονται και:
1. Μαλάτες, όταν έχουν μακριά
μαλλιά.
2. Ρούντες, όταν έχουν κοντά
και πυκνά μαλλιά.
3. Μαρμάρες, όταν δεν γενούνε.
4. Καλαμοβύζες, όταν έχουν
μικρά βυζιά.
5. Κρούτες, όταν έχουν κέρατα.
6. Σκουλαρικάτες, όταν έχουν
σκουλαρίκια στον λαιμό.
Τα γίδια
Από το τρίχωμα χωρίζονται τα
γίδια σε:
1. Γκόρμπα, ολόμαυρη.
2. Κανούτα, γκρίζα ανοιχτή.
3. Μούργκα, γκρίζα σκούρα.
4. Φλώρα, ασπρόγκριζα.
5. Γκέσα, όταν έχει μαύρες ή
άσπρες γραμμές στο πρόσωπο της, ενώ το τρίχωμα στο σώμα της είναι άλλοτε μαύρο
και άλλοτε γκρίζο, έτσι έχουμε την γκέσα και την κανούτα ή γκεσα-γκόρμπα.
6. Φλωροκανούτα, όταν έχει
ανάκατες άσπρες και γκρίζες τρίχες.
7. Μπάρτζα, όταν έχει την
κοιλιά και το πρόσωπο καφεκόκκινο.
8. Ρούσα, όταν έχει
καστανόξανθο τρίχωμα και άσπρο πρόσωπο.
9. Μπούκα, όταν έχει
καφεκόκκινο μούτρο.
Τα γίδια διαχωρίζονται και από
τα κερατά τους.
1. Σούτος, σούτα, σιούτο, όταν
δεν έχει κέρατα.
2. Κουτσοκέρα, όταν έχει
σπασμένο ένα κέρατο.
3. Ορθοκέρα, όταν τα κέρατά της
είναι όρθια.
4. Πισοκέρα, όταν τα κέρατά της
κλείνουν προς τα πίσω.
5. Στριφτοκέρα, όταν τα κέρατά
της είναι σαν μπούκλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου