Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ (Η) ΣΥΝΕΡΓΙΑ: ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΡΓΑ ΜΕΓΑΛΑ, ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΜΟΝΟ ΝΑ ΤΑ ΚΑΜΕΙ... ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΟΛΩΝΩΝ (Γ. ΨΥΧΑΡΗΣ)


- Συνεργία κ. συνέργεια (η) (συνεργιών) 1. ΝΟΜ. οποιαδήποτε εκ προθέσεως συνδρομή υλική ή ηθική, θετική ή αρνητική παρεχόμενη στον αυτουργό αξιοποίνου πράξεως (π.χ. όταν κάποιος, αν και έχει υποχρέωση, δεν ενεργεί προς αποτροπή αξιόποινης πράξης, όπως ο αστυνομικός διευθυντής που δεν παρεμπόδισε αστυνομικά όργανα τα οποία κακοποιούσαν πολίτες ενώπιόν του. όταν χορηγεί κάποιος το όπλο σε άλλον για τη διάπραξη ανθρωποκτονίας ή τον διευκολύνει να διαφύγει τη σύλληψη ή συμβουλεύει τον δράστη για τον τρόπο τελέσεως τής πράξης κ.ά.) ΣΥΝ. συνεργισμός. ΕΤΥΜ. αρχ. <συνεργός (βλ.λ.)). συνεργισμός. Μπαμπινιώτης
- Συνεργισμός (ο) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η σωτηρία τού ανθρώπου είναι προϊόν τού ελεύθερου συνδυασμού τής Θείας Χάριτος και τής ανθρώπινης θέλησης. Μπαμπινιώτης
- Συνέργεια η [sinérjia] O27 & συνεργία η [sinerjía] O25 : 1.(νομ.) προμελε τημένη βοήθεια που παρέχουν δύο ή περισσότερα άτομα στην προπαρασκευή ή στην εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης: Aπλή / άμεση ~. (έκφρ.) διαβολική ~, για κτ. τόσο δυσάρεστο που μόνο μια διαβολική βοήθεια θα το δικαιολογούσε. 2. (επιστ.) συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων. [λόγ. < ελνστ. συνέργεια, αρχ. συνεργία `συνεργασία΄ κατά τη σημ. του συνεργός]. ΛΚΝ
- Συνεργία και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής]· 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («ες συνεργίαν καλν κα φελίμων», Αθανάσ.)· 2. (φρ.) «διαβόλου συνεργί» ή «διαβολικ συνεργί»· με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού διαβόλου· || (νεοελλ.) 1. (ποιν. δίκ.) μορφή συμμετοχής σε έγκλημα, η οποία συνίσταται στην παροχή στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης κατά την τέλεση τού εγκλήματος· 3. (οικον.) φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα τών επιμέρους συστατικών μερών του· 4. το αποτέλεσμα τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων αλλά συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας·  συμπαράσταση, βοήθεια· || (αρχ.) συνωμοσία («τ περ τν στον κ τν τοιούτων πιστολν κα συνεργιν», Δημοσθ.). Πάπυρος
- Συνέργεια (η) ουσ.  βλ. συνεργία: για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμει· χρειάζεται η συνέργεια ολωνών (Γ. Ψυχάρης) [<αρχ. συνεργής]. ΜΕΛ
- Συνεργισμός (ο) ουσ.  (εκκλ.) διδασκαλία κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας [<αγγλ. synergism < ελλ. συνεργός]. ΜΕΛ
http://glossary.el.eea.europa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου